Παναγία των Βράχων Η Παναγία των Βράχων (αγγλ. Virgin of the Rocks ή και Maddona of the Rocks, γαλλ. La Vierge aux Rochers ιταλ. La Madonna delle Roccie ) είναι το όνομα που αποδίδεται σε δύο έργα του Λεονάρντο ντα Βίντσι πάνω στο ίδιο θέμα και με εκτέλεση που διαφέρει μόνο σε ορισμένες λεπτομέρειες (κυρίως στα χρώματα και στην τεχνική). Το ένα έργο εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου και το άλλο στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου. Τα δύο έργα εκτέθηκαν μαζί για πρώτη φορά σε έκθεση στην Πινακοθήκη του Λονδίνου με τίτλο "Leonardo da Vinci: Painter at the Court of Milan". Η διάρκειά της ήταν από τις 9 Νοεμβρίου 2011 ως τις 5 Φεβρουαρίου 2012.[1]
Και οι δύο πίνακες απεικονίζουν την Παναγία και τον Ιησού βρέφος, με τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή σε παιδική ηλικία και τον Αρχάγγελο Ουριήλ. Το περιβάλλον είναι ιδιόρρυθμα βραχώδες (εξ ου και η ονομασία του έργου). Οι βασικές τους διαφορές ως συνθέσεων έγκεινται στο γενικότερη οπτική ενατένιση των έργων και στο δεξιό χέρι του Αγγέλου. Σε επιμέρους λεπτομέρειες οι διαφορές είναι σημαντικές, καθώς διαφέρουν ο φωτισμός, τα χρώματα, η βλάστηση και η χρήση της τεχνικής του σφουμάτο. Καθένας έχει ύψος περίπου 2 μ., και οι δύο είναι ελαιογραφίες επάνω σε ξύλο. Ο πίνακας του Λούβρου έχει μεταφερθεί σε καμβά, ύστερα από την αποκατάστασή του το 1815[2][3]
Μολονότι η απόκτηση και των δύο έργων από το Λούβρο και την Πινακοθήκη είναι απολύτως τεκμηριωμένη, δεν είναι γνωστή η ακριβής ιστορία κανενός από τα δύο. Έχουν γίνει πολλές εικασίες σχετικά με το ποιος από τους δύο πίνακες δημιουργήθηκε πρώτος και ποιος δεύτερος.
Επιπλέον, σήμερα υπάρχει ανοικτή αμφισβήτηση σχετικά με το αν ο ντα Βίντσι είναι ο αποκλειστικός δημιουργός των έργων ή αν αυτά εκτελέστηκαν από μαθητές του κάτω από την επίβλεψή του, ιδιαίτερα για το έργο της Εθνικής Πινακοθήκης.[4]
Το έργο είναι βαθειά συμβολικό, όπως εξηγούν τόσο το Μουσείο του Λούβρου[5] όσο και η Εθνική Πινακοθήκη[6] στις παρουσιάσεις του έργου.
Ιστορικό υπόβαθρο Τον Απρίλιο του 1483 η Αδελφότητα της Άμωμης Σύλληψης του Μιλάνου παράγγειλε στον Ντα Βίντσι και δύο βοηθούς του ένα τρίπτυχο για το παρεκκλήσιο της Αδελφότητας San Francesco Grande στο Μιλάνο[7]. Η παραγγελία ήταν η πρώτη που έλαβε ο ντα Βίντσι όταν εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο[8] προέβλεπε η κεντρική εικόνα του τριπτύχου να απεικονίζει την Παρθένο με τον Ιησού σε μικρή ηλικία. Το φόντο είναι αποτέλεσμα της εκτενούς μελέτης της φύσης από τον ζωγράφο και αποτελεί σημαντική πρωτοτυπία, μια και ως τότε κανένα παρόμοιο τοπίο δεν είχε απεικονιστεί.[9] Ο Ντα Βίντσι δημιούργησε τον πίνακα της Παναγίας των Βράχων και οι μαθητές του τους δύο πλαϊνούς πίνακες του τριπτύχου, καθένας από τους οποίους παρουσιάζει έναν Άγγελο: Ο ένας, σε αποχρώσεις του πράσινου (An Angel in Green with a Vielle) παίζει βιέλλα, πιθανόν δημιουργία του Φραντσέσκο Ναπολετάνο και ο άλλος, σε απόχρωση του κόκκινου, (An Angel in Red with a Lute) παίζει λαούτο, πιθανόν δημιουργία του Τζιοβάννι Αμπρότζιο ντε Πρέντις (Giovanni Ambrogio de Predis). Και οι δύο πίνακες σήμερα βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, τους οποίους η Πινακοθήκη απέκτησε το 1898.[7]
Ο πίνακας του Λούβρου
Οι "Μουσικοί Άγγελοι" (Anges musiciens) του αρχικού τριπτύχου Σύμφωνα με την Εθνική Πινακοθήκη, ο πίνακας που βρίσκεται στο Λούβρο δημιουργήθηκε πρώτος κατά το χρονικό διάστημα 1483 - 1486 αποτελώντας αντικείμενο διαφωνίας, σχετικά με την αμοιβή, μεταξύ του καλλιτέχνη και της αδελφότητας του Μιλάνου, που τον είχε παραγγείλει.[1] Ορισμένα αρχειακά έγγραφα. ωστόσο, δείχνουν ότι ο πίνακας του Λούβρου δεν τοποθετήθηκε ποτέ στο παρεκκλήσιο για το οποίο είχε παραγγελθεί, πιθανότατα επειδή δεν ικανοποίησε τους εντολείς του ντα Βίντσι.[10]
Ο πίνακας καταγράφεται για πρώτη φορά στην γαλλική βασιλική συλλογή το 1627, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι είχε αποκτηθεί πολύ ενωρίτερα. Η απόρριψη του πίνακα από τους εντολείς του ζωγράφου έδωσε στον Λουδοβίκο 12ο τη δυνατότητα να τον αποκτήσει γύρω στα 1500 - 1503. Αντ' αυτού, ο δεύτερος πίνακας, που σήμερα βρίσκεται στο Λονδίνο, πιθανώς ζωγραφισμένος από τον Αμπρότζιο ντε Πρέντις κατά το χρονικό διάστημα 1495 - 1508 υπό την επίβλεψη του ντα Βίντσι, είναι αυτός που τελικά τοποθετήθηκε στο παρεκκλήσιο των εντολέων.[10] Αυτή η άποψη ενισχύεται από το γεγονός ότι ο πίνακας αυτός ταιριάζει απόλυτα στο πλαίσιο που είχε κατασκευάσει ο ντελ Μάινο για το τρίπτυχο.[9] Ο ντα Βίντσι, σε επιστολή του εκφράζει την απογοήτευσή του για την μεταχείριση που είχε ο πίνακας από την Αδελφότητα και, όταν αυτός τελικά δεν έγινε δεκτός, πιθανότατα τον πώλησε στον άρχοντα του Μιλάνου Λοντοβίκο Σφόρτσα (Lodovico Sforza).[11] Σύμφωνα με την άποψη του Μουσείου του Λούβρου, η καθυστέρηση στην παράδοση του πίνακα οφειλόταν στο ότι η αδελφότητα δεν τήρησε τους οικονομικούς όρους του συμβολαίου και ήταν απρόθυμη να καταβάλει τόσο το σύνολο της αμοιβής όσο και το "μπόνους" που είχε υποσχεθεί στον καλλιτέχνη, με αποτέλεσμα αυτός, απογοητευμένος, να πωλήσει τον πίνακα αλλού. Όταν η οικονομική διαφορά διευθετήθηκε, ο καλλιτέχνης δημιούργησε νέο πίνακα, αυτόν που σήμερα βρίσκεται στο Λονδίνο.[10]
Ο πίνακας της Εθνικής Πινακοθήκης Και αυτός ο πίνακας αποδίδεται στον ίδιο τον ντα Βίντσι και αναφέρεται σε ημερομηνίες προ του 1508. Σύμφωνα με τον ερευνητή Μάρτιν Κεμπ (Martin Kemp), αν και συχνά αναφέρεται ότι δημιουργήθηκε από μαθητές - συνεργάτες του ντα Βίντσι, ο πίνακας έχει δημιουργηθεί από τον ίδιο τον ντα Βίντσι, αν και είναι πιθανό να δέχτηκε δευτερεύουσες παρεμβάσεις στο εργαστήριο του καλλιτέχνη: Οι μορφές έχουν σαφώς το στυλ που ο Λεονάρντο είχε υιοθετήσει στα μέσα της δεκαετίας του 1490, όταν βρισκόταν στο Μιλάνο, και όταν άρχισε να δημιουργεί τον «αντικαταστάτη» του πρώτου πίνακα. Από τεχνικές επεξεργασίες αποκαλύφθηκε ότι ο ντα Βίντσι εξέτασε και συνθέσεις με αναδιάταξη των προσώπων στον πίνακα, πριν επιστρέψει στην αρχική διάταξη.[12] Στην ίδια άποψη είχαν καταλήξει και οι συντηρητές του πίνακα κατά την σχετικά πρόσφατη συντήρησή του.[11]. Ο πίνακας τελικά πωλήθηκε από την εκκλησία σε ημερομηνία μεταξύ του 1781 και όχι αργότερα του 1785 στον λόρδο Γκάβιν Χάμιλτον, ο οποίος τον μετέφερε στη Βρετανία. Αφού πέρασε στην ιδιοκτησία πολλών ιδιωτικών συλλογών, τελικά κατέληξε στην Εθνική Πινακοθήκη το 1880.[13]
Συμβολισμός Όπως προαναφέρθηκε, ο πίνακας βρίθει συμβολισμών. Ο Ιησούς και ο εξάδελφός του Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής συναντήθηκαν όταν ήταν παιδιά, σύμφωνα με μυθικές παραδόσεις που έγιναν δημοφιλείς στην Ευρώπη του 14ου αιώνα. Σύμφωνα με αυτές, η Αγία Οικογένεια μετακινήθηκε στην Αίγυπτο όταν ο Ηρώδης διέταξε την σφαγή των νηπίων και κατά τη διάρκεια αυτής της μετακίνησης συνάντησε τον Άγιο Ιωάννη, ο οποίος επίσης διέφυγε της σφαγής.
Προφανώς ο ντα Βίντσι δεν είχε στο μυαλό του τοπίο που να απεικονίζει τους Αγίους Τόπους όταν ζωγράφισε αυτόν τον πίνακα. Το σκούρο τοπίο που αποτελεί το υπόβαθρο του πίνακα δεν θέλει να αποδώσει κάποιο συγκεκριμένο τόπο, αλλά θέλει να υπενθυμίσει τις ιδέες που είχαν σχηματιστεί κατά την εποχή του γύρω από την Παρθένο και τον Ιησού: Οι βράχοι και τα σπήλαια είχαν συσχετιστεί ιδιαίτερα με τον Ιωσήφ και την Παρθένο, καθώς υπήρχαν αρκετές μεταφορές της εποχής για την περιγραφή της Αγίας Οικογένειας: Η Παρθένος αναφερόταν ως "ο Βράχος που δεν είχε σμιλευτεί από ανθρώπινο χέρι", ενώ ο Ιησούς, Υιός Θεού, ήταν το "όρος που λαξεύτηκε από το όρος όχι από ανθρώπινο χέρι".[20] Η έρημος, στην οποία υποτίθεται ότι συναντήθηκαν ο Ιησούς με τον Ιωάννη έχει αντικατασταθεί από βραχώδες σπήλαιο με νερά και διάφορα φυτά. Σύμφωνα επίσης με την φλωρεντινή παράδοση, ο Ιωάννης και ο Ιησούς ήταν σύντροφοι στο παιχνίδι στην παιδική τους ηλικία και ο Ιωάννης γνώριζε την επικείμενη θυσία του Ιησού για την ανθρωπότητα. Αυτή η προ-γνώση του Θείου Πάθους απεικονίζεται από το χείλος του κρημνού στο οποίο κάθεται ο Ιησούς αλλά και από την βλάστηση που τον περιβάλλει (ακόνιτο, φύλλα φοινικιάς και ίριδες)[10] Σχετικά με τα άνθη μπροστά από τον Ιησού, η Εθνική Πινακοθήκη τα αναφέρει ως αγριοπανσέδες, σύμβολο αγνότητας και εξιλέωσης, ενώ η Τέιλορ ναρκίσσους. Τα φύλλα της φοινικιάς, που διακρίνονται πίσω από το κεφάλι του Ιωάννη, είναι, εκτός από έμβλημα της Παρθένου, σύμβολο νίκης.
Και οι δύο πίνακες απεικονίζουν την Παναγία και τον Ιησού βρέφος, με τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή σε παιδική ηλικία και τον Αρχάγγελο Ουριήλ. Το περιβάλλον είναι ιδιόρρυθμα βραχώδες (εξ ου και η ονομασία του έργου). Οι βασικές τους διαφορές ως συνθέσεων έγκεινται στο γενικότερη οπτική ενατένιση των έργων και στο δεξιό χέρι του Αγγέλου. Σε επιμέρους λεπτομέρειες οι διαφορές είναι σημαντικές, καθώς διαφέρουν ο φωτισμός, τα χρώματα, η βλάστηση και η χρήση της τεχνικής του σφουμάτο. Καθένας έχει ύψος περίπου 2 μ., και οι δύο είναι ελαιογραφίες επάνω σε ξύλο. Ο πίνακας του Λούβρου έχει μεταφερθεί σε καμβά, ύστερα από την αποκατάστασή του το 1815[2][3]
Μολονότι η απόκτηση και των δύο έργων από το Λούβρο και την Πινακοθήκη είναι απολύτως τεκμηριωμένη, δεν είναι γνωστή η ακριβής ιστορία κανενός από τα δύο. Έχουν γίνει πολλές εικασίες σχετικά με το ποιος από τους δύο πίνακες δημιουργήθηκε πρώτος και ποιος δεύτερος.
Επιπλέον, σήμερα υπάρχει ανοικτή αμφισβήτηση σχετικά με το αν ο ντα Βίντσι είναι ο αποκλειστικός δημιουργός των έργων ή αν αυτά εκτελέστηκαν από μαθητές του κάτω από την επίβλεψή του, ιδιαίτερα για το έργο της Εθνικής Πινακοθήκης.[4]
Το έργο είναι βαθειά συμβολικό, όπως εξηγούν τόσο το Μουσείο του Λούβρου[5] όσο και η Εθνική Πινακοθήκη[6] στις παρουσιάσεις του έργου.
Ιστορικό υπόβαθρο Τον Απρίλιο του 1483 η Αδελφότητα της Άμωμης Σύλληψης του Μιλάνου παράγγειλε στον Ντα Βίντσι και δύο βοηθούς του ένα τρίπτυχο για το παρεκκλήσιο της Αδελφότητας San Francesco Grande στο Μιλάνο[7]. Η παραγγελία ήταν η πρώτη που έλαβε ο ντα Βίντσι όταν εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο[8] προέβλεπε η κεντρική εικόνα του τριπτύχου να απεικονίζει την Παρθένο με τον Ιησού σε μικρή ηλικία. Το φόντο είναι αποτέλεσμα της εκτενούς μελέτης της φύσης από τον ζωγράφο και αποτελεί σημαντική πρωτοτυπία, μια και ως τότε κανένα παρόμοιο τοπίο δεν είχε απεικονιστεί.[9] Ο Ντα Βίντσι δημιούργησε τον πίνακα της Παναγίας των Βράχων και οι μαθητές του τους δύο πλαϊνούς πίνακες του τριπτύχου, καθένας από τους οποίους παρουσιάζει έναν Άγγελο: Ο ένας, σε αποχρώσεις του πράσινου (An Angel in Green with a Vielle) παίζει βιέλλα, πιθανόν δημιουργία του Φραντσέσκο Ναπολετάνο και ο άλλος, σε απόχρωση του κόκκινου, (An Angel in Red with a Lute) παίζει λαούτο, πιθανόν δημιουργία του Τζιοβάννι Αμπρότζιο ντε Πρέντις (Giovanni Ambrogio de Predis). Και οι δύο πίνακες σήμερα βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, τους οποίους η Πινακοθήκη απέκτησε το 1898.[7]
Ο πίνακας του Λούβρου
Οι "Μουσικοί Άγγελοι" (Anges musiciens) του αρχικού τριπτύχου Σύμφωνα με την Εθνική Πινακοθήκη, ο πίνακας που βρίσκεται στο Λούβρο δημιουργήθηκε πρώτος κατά το χρονικό διάστημα 1483 - 1486 αποτελώντας αντικείμενο διαφωνίας, σχετικά με την αμοιβή, μεταξύ του καλλιτέχνη και της αδελφότητας του Μιλάνου, που τον είχε παραγγείλει.[1] Ορισμένα αρχειακά έγγραφα. ωστόσο, δείχνουν ότι ο πίνακας του Λούβρου δεν τοποθετήθηκε ποτέ στο παρεκκλήσιο για το οποίο είχε παραγγελθεί, πιθανότατα επειδή δεν ικανοποίησε τους εντολείς του ντα Βίντσι.[10]
Ο πίνακας καταγράφεται για πρώτη φορά στην γαλλική βασιλική συλλογή το 1627, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι είχε αποκτηθεί πολύ ενωρίτερα. Η απόρριψη του πίνακα από τους εντολείς του ζωγράφου έδωσε στον Λουδοβίκο 12ο τη δυνατότητα να τον αποκτήσει γύρω στα 1500 - 1503. Αντ' αυτού, ο δεύτερος πίνακας, που σήμερα βρίσκεται στο Λονδίνο, πιθανώς ζωγραφισμένος από τον Αμπρότζιο ντε Πρέντις κατά το χρονικό διάστημα 1495 - 1508 υπό την επίβλεψη του ντα Βίντσι, είναι αυτός που τελικά τοποθετήθηκε στο παρεκκλήσιο των εντολέων.[10] Αυτή η άποψη ενισχύεται από το γεγονός ότι ο πίνακας αυτός ταιριάζει απόλυτα στο πλαίσιο που είχε κατασκευάσει ο ντελ Μάινο για το τρίπτυχο.[9] Ο ντα Βίντσι, σε επιστολή του εκφράζει την απογοήτευσή του για την μεταχείριση που είχε ο πίνακας από την Αδελφότητα και, όταν αυτός τελικά δεν έγινε δεκτός, πιθανότατα τον πώλησε στον άρχοντα του Μιλάνου Λοντοβίκο Σφόρτσα (Lodovico Sforza).[11] Σύμφωνα με την άποψη του Μουσείου του Λούβρου, η καθυστέρηση στην παράδοση του πίνακα οφειλόταν στο ότι η αδελφότητα δεν τήρησε τους οικονομικούς όρους του συμβολαίου και ήταν απρόθυμη να καταβάλει τόσο το σύνολο της αμοιβής όσο και το "μπόνους" που είχε υποσχεθεί στον καλλιτέχνη, με αποτέλεσμα αυτός, απογοητευμένος, να πωλήσει τον πίνακα αλλού. Όταν η οικονομική διαφορά διευθετήθηκε, ο καλλιτέχνης δημιούργησε νέο πίνακα, αυτόν που σήμερα βρίσκεται στο Λονδίνο.[10]
Ο πίνακας της Εθνικής Πινακοθήκης Και αυτός ο πίνακας αποδίδεται στον ίδιο τον ντα Βίντσι και αναφέρεται σε ημερομηνίες προ του 1508. Σύμφωνα με τον ερευνητή Μάρτιν Κεμπ (Martin Kemp), αν και συχνά αναφέρεται ότι δημιουργήθηκε από μαθητές - συνεργάτες του ντα Βίντσι, ο πίνακας έχει δημιουργηθεί από τον ίδιο τον ντα Βίντσι, αν και είναι πιθανό να δέχτηκε δευτερεύουσες παρεμβάσεις στο εργαστήριο του καλλιτέχνη: Οι μορφές έχουν σαφώς το στυλ που ο Λεονάρντο είχε υιοθετήσει στα μέσα της δεκαετίας του 1490, όταν βρισκόταν στο Μιλάνο, και όταν άρχισε να δημιουργεί τον «αντικαταστάτη» του πρώτου πίνακα. Από τεχνικές επεξεργασίες αποκαλύφθηκε ότι ο ντα Βίντσι εξέτασε και συνθέσεις με αναδιάταξη των προσώπων στον πίνακα, πριν επιστρέψει στην αρχική διάταξη.[12] Στην ίδια άποψη είχαν καταλήξει και οι συντηρητές του πίνακα κατά την σχετικά πρόσφατη συντήρησή του.[11]. Ο πίνακας τελικά πωλήθηκε από την εκκλησία σε ημερομηνία μεταξύ του 1781 και όχι αργότερα του 1785 στον λόρδο Γκάβιν Χάμιλτον, ο οποίος τον μετέφερε στη Βρετανία. Αφού πέρασε στην ιδιοκτησία πολλών ιδιωτικών συλλογών, τελικά κατέληξε στην Εθνική Πινακοθήκη το 1880.[13]
Συμβολισμός Όπως προαναφέρθηκε, ο πίνακας βρίθει συμβολισμών. Ο Ιησούς και ο εξάδελφός του Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής συναντήθηκαν όταν ήταν παιδιά, σύμφωνα με μυθικές παραδόσεις που έγιναν δημοφιλείς στην Ευρώπη του 14ου αιώνα. Σύμφωνα με αυτές, η Αγία Οικογένεια μετακινήθηκε στην Αίγυπτο όταν ο Ηρώδης διέταξε την σφαγή των νηπίων και κατά τη διάρκεια αυτής της μετακίνησης συνάντησε τον Άγιο Ιωάννη, ο οποίος επίσης διέφυγε της σφαγής.
Προφανώς ο ντα Βίντσι δεν είχε στο μυαλό του τοπίο που να απεικονίζει τους Αγίους Τόπους όταν ζωγράφισε αυτόν τον πίνακα. Το σκούρο τοπίο που αποτελεί το υπόβαθρο του πίνακα δεν θέλει να αποδώσει κάποιο συγκεκριμένο τόπο, αλλά θέλει να υπενθυμίσει τις ιδέες που είχαν σχηματιστεί κατά την εποχή του γύρω από την Παρθένο και τον Ιησού: Οι βράχοι και τα σπήλαια είχαν συσχετιστεί ιδιαίτερα με τον Ιωσήφ και την Παρθένο, καθώς υπήρχαν αρκετές μεταφορές της εποχής για την περιγραφή της Αγίας Οικογένειας: Η Παρθένος αναφερόταν ως "ο Βράχος που δεν είχε σμιλευτεί από ανθρώπινο χέρι", ενώ ο Ιησούς, Υιός Θεού, ήταν το "όρος που λαξεύτηκε από το όρος όχι από ανθρώπινο χέρι".[20] Η έρημος, στην οποία υποτίθεται ότι συναντήθηκαν ο Ιησούς με τον Ιωάννη έχει αντικατασταθεί από βραχώδες σπήλαιο με νερά και διάφορα φυτά. Σύμφωνα επίσης με την φλωρεντινή παράδοση, ο Ιωάννης και ο Ιησούς ήταν σύντροφοι στο παιχνίδι στην παιδική τους ηλικία και ο Ιωάννης γνώριζε την επικείμενη θυσία του Ιησού για την ανθρωπότητα. Αυτή η προ-γνώση του Θείου Πάθους απεικονίζεται από το χείλος του κρημνού στο οποίο κάθεται ο Ιησούς αλλά και από την βλάστηση που τον περιβάλλει (ακόνιτο, φύλλα φοινικιάς και ίριδες)[10] Σχετικά με τα άνθη μπροστά από τον Ιησού, η Εθνική Πινακοθήκη τα αναφέρει ως αγριοπανσέδες, σύμβολο αγνότητας και εξιλέωσης, ενώ η Τέιλορ ναρκίσσους. Τα φύλλα της φοινικιάς, που διακρίνονται πίσω από το κεφάλι του Ιωάννη, είναι, εκτός από έμβλημα της Παρθένου, σύμβολο νίκης.